- σάπινδος
- ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαπινδίδες τής τάξης σαπινδώδη, τής οποίας θεωρείται ως τυπικός εκπρόσωπος, και τού οποίου οι καρποί περιέχουν έως και 37% σαπωνίνες και σχηματίζουν άφθονο αφρό στο νερό, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται ως σαπούνι σε ορισμένες εύκρατες περιοχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sapindus < νεολατ. sapindus, πιθ. < λατ. sapo «σαπούνι» + Indus (< Ινδός)].
Dictionary of Greek. 2013.